- παρκειμαι
- πάρκειμαιпоэт. = παράκειμαι См. παρακειμαι
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παράκειμαι — ΝΑ και ποιητ. πάρκειμαι Ν (κυριολ. και μτφ.) βρίσκομαι κοντά σε κάποιον ή ενώπιον κάποιου αρχ. 1. ασκώ βία σε κάποιον, εξαναγκάζω κάποιον 2. παρεμβάλλομαι 3. είμαι επιτρεπτός 4. είμαι διαθέσιμος 5. γραμμ. α) αναφέρομαι, μνημονεύομαι σε κείμενα β) … Dictionary of Greek